- ἤμβροτον
- ἁμαρτάνωAcut. (Sp.)aor ind act 3rd pl (attic epic ionic)ἁμαρτάνωAcut. (Sp.)aor ind act 1st sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβροτάζω — ἀβροτάζω (Α) (επικό ρήμα σε χρήση μόνο στο α πληθ. πρόσ. υποτ. αόρ. αβροτάξομεν αντί ωμεν) αποτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ(μ)βροτάζω < αιολ. τύπο ἀμβροτεῖν, ἤμβροτον (ιων. αττ. ἁμαρτεῖν, ἥμαρτον) με ψίλωση και σίγηση τού μ] … Dictionary of Greek
μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… … Dictionary of Greek